Άρχισα να γράφω ποίηση επειδή ερωτεύτηκα τις λέξεις. Τα πρώτα ποιήματα που γνώρισα ήταν παιδικά τραγούδια· αγάπησα τις λέξεις τους πολύ πριν καταφέρω να τα διαβάσω. Τι αντιπροσώπευαν, τι συμβόλιζαν και τι εννοούσαν εκείνες οι λέξεις, με απασχόλησε πολύ αργότερα. Μόνο ο ήχος τους με ενδιέφερε, την ώρα που ξεπήδαγε από τα χείλη κάποιον εντελώς αδιάφορων και ακατανόητων μεγάλων όντων.Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήμουν καταδικασμένος να ζω με τις λέξεις και μέσα στις λέξεις. Πρώτη μου δουλειά, λοιπόν, ήταν να γνωρίσω και να κατανοήσω τους ήχους και το υλικό τους. Πως και που θα τις χρησιμοποιούσα, τι θα έλεγα με αυτές, ήταν κάτι που θα με απασχολούσε αργότερα. Τώρα έπρεπε να μάθω τα πάντα για το χαρακτήρα, τις διαθέσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους.Μου φτάνει να τους συμπεριφέρομαι, όπως ο μάστορας στο ξύλο, στην πέτρα ή σε ό,τι είναι του χεριού του, τέλος πάντων. Μου αρέσει να τις πελεκάω, να τις χαράζω, να τις πλάθω, να τις γυαλίζω, να τις φέρνω στα μέτρα ενός σχεδίου, μιας περιόδου, ενός γλυπτού, μιας φούγκας που θα εκφράζει κάποια λυρική παρόρμηση, κάποια πνευματική αμφιβολία ή βεβαιότητα, κάποια μισοσυνειδητή αλήθεια, την οποία πρέπει να πλησιάσω και να συνειδητοποιήσω.
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
Είμαστε ο χρόνος. Εκείνη είμαστε η περίφημη
παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη
στο κρύσταλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.